Τι είναι τα ενεργειακά φυτά? Θέλω πληροφορίες για την καλλιέργειά τους…

Είναι φυτά τα οποία παράγουν βιοκαύσιμα ή «πράσινα καύσιμα» όπως για παράδειγμα βιοντίζελ όπου χρησιμοποιείται είτε μόνο του είτε σε μείγμα στους πετρελαιοκινητήρες.Ακολουθεί ένας πολύ καλός οδηγός του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας για την καλλιέργεια κάποιων φυτών και μία έρευνα σχετικά με τις χρηματοδοτήσεις…

 

 

Ενεργειακά φυτά: Εάν δεν επιδοτηθούν δεν…συμφέρουν. Ολόκληρη η μελέτη του ΙΝΑΣΟ

 

Ασύμφορη είναι για τους αγρότες η καλλιέργεια ενεργειακών φυτών, αν δεν ληφθούν συμπληρωματικά μέτρα ενίσχυσής τους. Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα μελέτης που εκπόνησε για λογαριασμό της ΠΑΣΕΓΕΣ και παρουσίασε σήμερα το Ινστιτούτο Αγροτικής και Συνεταιριστικής Οικονομίας (ΙΝΑΣΟ). Όπως τόνισε ο Τζανέτος Καραμίχας, «πρέπει ν’ ανοίξει άμεσα η συζήτηση για τη διαμόρφωση εθνικού πλαισίου πολιτικής για τον τομέα».
Σύμφωνα με τους μελετητές, το κριτήριο για το ύψος στο οποίο θα κινηθεί η παραγωγή ενεργειακών φυτών τα επόμενα χρόνια είναι οι υποχρεώσεις που έχει αναλάβει η χώρα μας, τόσο για το ποσοστό βιοκαυσίμων στο σύνολο των καυσίμων που καταναλώνει, όσο και το ποσοστό των Ανανεώσιμων Πηγών στο ενεργειακό ισοζύγιο. Με βάση τα δεδομένα αυτά και την, ανά καλλιεργούμενο είδος, απαιτούμενη επιδότηση, προκύπτει η ανάγκη να «κατευθύνονται» συνολικά περί τα 190 εκατ. ευρώ το χρόνο για την ενίσχυση του τομέα. Εαν, δε, αφαιρεθούν τα ποσά που δίνονται και σήμερα ως στρεματική ενίσχυση (4,5 ευρώ ανα στρέμμα) και εκείνα που θα εξοικονομήσει η χώρα από την πληρωμή μικρότερων «δικαιωμάτων ρύπων», το συνολικό απαιτούμενο ποσό φτάνει τα 130 εκατ. ευρώ το χρόνο. Πρέπει να σημειωθεί ότι η μελέτη του ΙΝΑΣΟ παρουσιάστηκε σε μια ιδιαίτερα επίκαιρη συγκυρία, καθώς στη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε. το Μάρτιο, ένα από τα θέματα που θα συζητηθούν σχετίζεται με την αξιοποίηση της βιομάζας, για την παραγωγή βιοκαυσίμων. Σύμφωνα με την ΠΑΣΕΓΕΣ, οι ενεργειακές καλλιέργειες μπορούν να καταστούν ελκυστικές για ορισμένες περιοχές που ικανοποιούν τις σχετικές απαιτήσεις και ταυτόχρονα αντιμετωπίζουν πρόβλημα από την εγκατάλειψη παραδοσιακών καλλιεργειών. Απαιτείται, όμως, εθνική πολιτική που να προβλέπει συγκεκριμένες ενισχύσεις για τους παραγωγούς, καθώς, όπως αποδεικνύει η μελέτη, για όλες τις ενεργειακές καλλιέργειες η αγορά δεν καλύπτει το κόστος παραγωγής. Υπεύθυνος της μελέτης είναι ο Καθηγητής Μανώλης Ξανθάκης και Συντονιστές του έργου οι Δρ. Νίκος Βασιλάκος και Γιάννης Μπούκης. Αναλυτικά η περίληψη της μελέτης που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα έχει ως εξής: 1. Σκοπός – Στόχοι – Μεθοδολογία της μελέτης Βασικός σκοπός της μελέτης (Σχεδίου Δράσης για τη Βιομάζα και τα Βιοκαύσιμα στην Ελλάδα) είναι: α) να διερευνήσει αναλυτικά τις δυνατότητες και τις βραχυμεσοπρόθεσμες (5-10 έτη) προοπτικές της ενεργειακής γεωργίας στην Ελλάδα, και β) να καθορίσει τις θεσμικές, νομοθετικές, οργανωτικές και χρηματοδοτικές εκείνες δράσεις που πρέπει να αναληφθούν, τόσο από την Πολιτεία όσο και από τους αγροτοσυνεταιριστικούς φορείς, έτσι ώστε να αναπτυχθούν οι πλέον κατάλληλες, εναλλακτικές (ενεργειακές) καλλιέργειες, στις πλέον πρόσφορες γι’ αυτό περιοχές. Οι ενεργειακές αυτές καλλιέργειες θα μπορούσαν να δώσουν ικανοποιητική διέξοδο στις έντονες πιέσεις και τα προβλήματα που ήδη δημιουργεί στον αγροτικό κόσμο η επικείμενη, στα πλαίσια της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), αναδιάρθρωση πλήθους παραδοσιακών καλλιεργειών στη χώρα μας (σιτάρι, καλαμπόκι, καπνά, βαμβάκι, τεύτλα). Οι συγκεκριμένες ενεργειακές καλλιέργειες, οι οποίες θα υποκαταστήσουν αντίστοιχες συμβατικές, θα πρέπει να διασφαλίσουν αφ’ ενός μακροπρόθεσμα εισοδήματα για τους αγρότες, συγκρίσιμα τουλάχιστον με τα σημερινά, αφ’ ετέρου επάρκεια ενεργειακών πρώτων υλών (δηλ. παραγόμενης βιομάζας), για τις ανάγκες τροφοδοσίας των μονάδων μετατροπής της βιομάζας σε τελικά ενεργειακά προϊόντα (υγρά και στερεά βιοκαύσιμα, ηλεκτρική και θερμική ενέργεια, κ.α.). Στο πλαίσιο του βασικού της σκοπού, η μελέτη εξέτασε: • τις τεχνολογίες ενεργειακής αξιοποίησης βιομάζας και του μεγέθους τους, που είναι δυνατόν να εφαρμοσθούν άμεσα στις μονάδες μετατροπής των πρώτων υλών σε τελικά ενεργειακά προϊόντα (ηλεκτρική ή/και θερμική ενέργεια, υγρά και στερεά βιοκαύσιμα) • τις νέες δυνητικές αγροτικές καλλιέργειες που μπορούν να εξασφαλίσουν ένα ικανοποιητικό εισόδημα, σε μακροπρόθεσμη βάση, για τους γεωργούς και τη μερική στροφή τους από τη «διατροφική» στην «ενεργειακή» γεωργία • τις διαθέσιμες ποσότητες βιομάζας (τεχνικά διαθέσιμο δυναμικό βιομάζας), και των περιοχών υψηλής συγκέντρωσης και την, κατ’ αρχήν, χωροθέτηση των αντίστοιχων μονάδων μετατροπής • το βέλτιστο μέγεθος των μονάδων μετατροπής, έτσι ώστε οι εξεταζόμενες επενδύσεις να είναι οικονομικά εφικτές, και τα συναφή οικονομικά τους στοιχεία (κεφαλαιουχικό και λειτουργικό κόστος) • τις προϋποθέσεις, όρους και δράσεις που απαιτούνται για την οικονομική λειτουργία της εφοδιαστικής αλυσίδας των μονάδων μετατροπής, όσον αφορά τις διαθέσιμες ποσότητες βιομάζας • την εφικτότητα σύζευξης των ως άνω γεωργικών δραστηριοτήτων ανάπτυξης και διαχείρισης των πρώτων υλών, με τη βιώσιμη λειτουργία των μονάδων μετατροπής βιομάζας σε ενεργειακά προϊόντα • τις θεσμικές δράσεις που πρέπει να αναληφθούν ώστε να προκύψουν βιώσιμες επενδύσεις ενεργειακής αξιοποίησης βιομάζας, με συγκεκριμένες πρώτες ύλες που θα προσκομίζονται στη μονάδα από την τοπική παραγωγή σε ανταγωνιστικές τιμές. 2. Κύρια τεχνικοοικονομικά συμπεράσματα της μελέτης Τεχνολογική και τεχνική αποτίμηση Με βάση την αναλυτική επισκόπηση και τεχνικοοικονομική αξιολόγηση α) των ενεργειακών καλλιεργειών και β) των τεχνολογιών και μονάδων ενεργειακής αξιοποίησης της παραγόμενης από τις καλλιέργειες αυτές βιομάζας, η μελέτη κατέληξε στους ακόλουθους συνδυασμούς, οι οποίοι εμφανίζονται ως οι πλέον κατάλληλοι και αποδοτικοί στις ελληνικές συνθήκες: i) μονάδες παραγωγής βιοντήζελ, τυπικής παραγωγικής δυναμικότητας 40.000 τόνων/έτος, με πρώτη ύλη τον ηλίανθο και, δευτερευόντως, την ελαιοκράμβη ii) μονάδες παραγωγής βιοαιθανόλης, τυπικής παραγωγικής δυναμικότητας 150.000 τόννων/έτος, με πρώτη ύλη το γλυκό σόργο και, δευτερευόντως, τα τεύτλα, τα σιτηρά και το καλαμπόκι iii) μονάδες ηλεκτροπαραγωγής, τυπικής εγκατεστημένης ισχύος 15 MWe, με πρώτη ύλη το κυτταρινούχο σόργο και, δευτερευόντως, το (ξηρικό) καλάμι, το κενάφ και τα υπολείμματα αγροτικής βιομάζας (κυρίως του κλάδου της ελαιοκαλλιέργειας) iv) μονάδες παραγωγής στερεών, μορφοποιημένων βιοκαυσίμων (πελεττών), τυπικής παραγωγικής δυναμικότητας 45.000 τόννων/έτος, με πρώτη ύλη το κυτταρινούχο σόργο v) κεντρικές μονάδες αναερόβιας χώνευσης/παραγωγής βιοαερίου και κομπόστ, τυπικής δυναμικότητας κατεργασίας 50.000 τόννων/έτος (150-200 τόννων/ημέρα), με βασικές πρώτες ύλες τα οργανικά απόβλητα αγροτοκτηνοτροφικών και αγροτοβιομηχανικών δραστηριοτήτων. Για τους ως άνω βέλτιστους συνδυασμούς ενεργειακών καλλιεργειών και μονάδων βιομετατροπής των παραγόμενων πρώτων υλών, η μελέτη εξέτασε τις εν δυνάμει διαθέσιμες προς ενεργειακή καλλιέργεια εκτάσεις ανά την ελληνική επικράτεια, καθώς και τη γεωγραφική– ανά νομό – κατανομή τους, σε συνάφεια με την αντίστοιχη κατανομή των εκτάσεων που καλύπτουν σήμερα οι έξη (6) υπό αναδιάρθρωση (υποκατάσταση) συμβατικές καλλιέργειες, ήτοι: α) τα μη-διατροφικά, «βιομηχανικά» φυτά (τεύτλα, βαμβάκι και καπνός), και β) τα διατροφικά φυτά (μαλακό και σκληρό σιτάρι, καλαμπόκι). Στους 21 πλέον γεωργικούς νομούς της χώρας, το σύνολο των εν δυνάμει διαθέσιμων για ενεργειακή γεωργία εκτάσεων εκτιμήθηκε σε 6 εκατομμύρια στρέμματα περίπου (συμπεριλαμβανομένου και μέρους των ήδη αγραναπαυμένων γαιών). Η ποσοτική αυτή εκτίμηση προέκυψε λαμβάνοντας υπ’ όψη ρεαλιστικά ποσοστά υποκατάστασης («σταθερές» υποκατάστασης) των έξη ως άνω συμβατικών καλλιεργειών με τις επιθυμητές (βλ. παραπάνω) ενεργειακές καλλιέργειες. Το ποσοστό αυτό διαφοροποιείται ανά καλλιέργεια, ανάλογα με το βαθμό πίεσης προς υποκατάσταση που εκτιμάται ότι θα ασκήσει στο άμεσο μέλλον η νέα ΚΑΠ πάνω στη συγκεκριμένη καλλιέργεια, είναι δε, για κάθε καλλιέργεια, το ίδιο για όλους τους 21 νομούς. Οι καλλιέργειες που θα δεχθούν τη μεγαλύτερη πίεση αναμένεται να είναι τα «βιομηχανικά» φυτά (καπνός, τεύτλα και βαμβάκι), για τα οποία λαμβάνεται ότι θα υποκατασταθούν σε ποσοστό 80%, ενώ οι διατροφικές καλλιέργειες (μαλακό και σκληρό σιτάρι, καλαμπόκι) σε ποσοστό 20%. Ως κατ’ αρχήν ποσοστό υποκατάστασης των εις αγρανάπαυση ευρισκόμενων εκτάσεων λαμβάνεται το 50%. Από τη συνολικά διαθέσιμη, ανά την επικράτεια, έκταση των ≈ 6 εκ. στρεμμάτων για ενεργειακή γεωργία, η μελέτη υπολόγισε ότι τουλάχιστον το 60% (≈ 3,7 εκατ. στρέμματα) μπορούν να χρησιμοποιηθούν παραγωγικά και αποδοτικά, για να καλυφθούν οι ποσοτικοί ενεργειακοί στόχοι της χώρας μας για το 2010, όσον αφορά τα βιοκαύσιμα και την ηλεκτροπαραγωγή από βιομάζα. Οι στόχοι αυτοί έχουν αναληφθεί στα πλαίσια Κοινοτικών Οδηγιών, όπως είναι η Οδηγία 2003/30/ΕΚ για τα βιοκαύσιμα (5,75% συμμετοχή των βιοκαυσίμων στο σύνολο των καυσίμων για τις μεταφορές, το 2010) και η Οδηγία 2001/77/ΕΚ για την ηλεκτροπαραγωγή από ΑΠΕ (1,2% ή ≈ 110 MWe συμμετοχή της βιομάζας στην ηλεκτροπαραγωγή της χώρας, το 2010). Σημαντικές πρόσθετες εκτάσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για την καλλιέργεια ενεργειακών πρώτων υλών (π.χ. κυτταρινούχου σόργου) που θα τροφοδοτήσουν μονάδες παραγωγής στερεών, μορφοποιημένων βιοκαυσίμων (πελεττών), γεωγραφικά κατανεμημένες σε όλη την επικράτεια. Η κάλυψη των ως άνω ενεργειακών στόχων της χώρας μας για το 2010, σε συνδυασμό με τις απαιτούμενες για το σκοπό αυτό εκτάσεις ενεργειακών καλλιεργειών (≈ 3,7 εκατ. στρέμματα), οδηγούν στη δυνατότητα υλοποίησης και αποδοτικής λειτουργίας των ακόλουθων μονάδων βιομετατροπής: i) πέντε (5) μονάδων παραγωγής βιοντήζελ τυπικής δυναμικότητας 40.000 τόνων/έτος η κάθε μία. ii) τριών (3) μονάδων παραγωγής βιοαιθανόλης, τυπικής δυναμικότητας 120.000 -150.000 τόνων/έτος η κάθε μία, εκ των οποίων οι δύο μπορεί να καλυφθούν από τις σχεδιαζόμενες από την Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης Α.Ε. μονάδες βιοαιθανόλης στη Λάρισα και στην Ξάνθη. iii) εννέα (9) μονάδων ηλεκτροπαραγωγής, τυπικής εγκατεστημένης ισχύος 15 MWe η κάθε μία. Η μελέτη προχώρησε σε ενδεικτική χωροθέτηση των ως άνω μονάδων ανά την επικράτεια, με βάση της εν δυνάμει διαθέσιμες, ανά νομό, εκτάσεις για ενεργειακές καλλιέργειες και τις αντίστοιχες στρεμματικές τους αποδόσεις. Οικονομική αποτίμηση Στη συνέχεια, και στη βάση μίας εμπεριστατωμένης και αναλυτικής μεθοδολογίας, η μελέτη εξέτασε διεξοδικά τόσο το κόστος παραγωγής πρώτων υλών (ενεργειακών καλλιεργειών), όσο και το κεφαλαιουχικό και λειτουργικό κόστος των αντίστοιχων μονάδων βιομετατροπής, για κάθε ένα από τους τέσσερις (4) βασικούς συνδυασμούς που αναδείχθηκαν στα προηγούμενα, δηλ.: i) ηλίανθος (ελαιοκράμβη) → βιοντήζελ ii) γλυκό σόργο (τεύτλα, σιτάρι, καλαμπόκι) → βιοαιθανόλη iii) κυτταρινούχο σόργο (καλάμι, αγροτικά υπολείμματα) → ηλεκτροπαραγωγή iv) κυτταρινούχο σόργο (αγροτικά υπολείμματα) → στερεά μορφοποιημένα καύσιμα (πελέττες) Η σύζευξη των τεχνικοοικονομικών δεδομένων και των παραμέτρων βιωσιμότητας των δύο βασικών πόλων της βιοενέργειας, δηλ. αφ’ ενός της ενεργειακής καλλιέργειας (αγρότες), αφ’ ετέρου της μονάδας βιομετατροπής (επενδυτές), καθιστά δυνατή τη δημιουργία μίας αποδοτικής εφοδιαστικής/τεχνολογικής «αλυσίδας» και μίας βιώσιμης ενεργειακής αγοράς. Επίσης, καθορίζει μία εύλογη, για όλα τα συμβαλλόμενα μέρη της αλυσίδας αυτής (γεωργούς-προμηθευτές-επενδυτές), τιμή πώλησης της παραγόμενης ενεργειακής πρώτης ύλης, τόσο στον αγρό, όσο και στην πόρτα της μονάδας μετατροπής της σε τελικά ενεργειακά προϊόντα. Η μελέτη προσδιόρισε, στη συνέχεια, την αναγκαία επιδότηση στους αγρότες/παραγωγούς, για την υλοποίηση βιώσιμων επιχειρηματικών σχεδίων, με εύλογο ύψος εισοδήματος τόσο για τους ίδιους, όσο και για τους επενδυτές/ιδιοκτήτες των μονάδων βιομετατροπής.  Ειδικότερα: • για τους αγρότες/παραγωγούς, τέθηκε ως απαίτηση να
διατηρήσουν τουλάχιστον το ίδιο καθαρό εισόδημα (αναγόμενο σε €/στρέμμα)
που έχουν σήμερα με την – υπό αναδιάρθρωση – συμβατική καλλιέργεια που
καλλιεργούν (π.χ. βαμβάκι, καλαμπόκι, σιτηρά, καπνά ή τεύτλα), όταν θα
την αντικαταστήσουν με την ενεργειακή καλλιέργεια που θα τροφοδοτεί τη
δεδομένη μονάδα βιομετατροπής (π.χ. γλυκό σόργο, ηλίανθο, κυτταρινούχο
σόργο, κλπ.) • για τους επενδυτές/ιδιοκτήτες, ο Βαθμός Εσωτερικής
Απόδοσης – IRR των επενδύσεών τους (υλοποίηση και λειτουργία των μονάδων
βιομετατροπής) τέθηκε ίσος με ≈ 15%. Στην περίπτωση των βιώσιμων
επιχειρηματικών σχεδίων προσδιορίσθηκε, ανά περίπτωση, η καθαρή, εν
δυνάμει πρόσοδος για τους αγρότες και εκτιμήθηκαν, κατά περίπτωση: • το
ύψος της απαιτούμενης στρεμματικής επιδότησης (Εεν) που αναφέρεται στην
ενίσχυση προς τους παραγωγούς για την υποκατάσταση της εκάστοτε
υποκαθιστώμενης συμβατικής καλλιέργειας, με την αντίστοιχη ενεργειακή • η
διαφορική επιδότηση ανά στρέμμα (ΔΕ) για το σύνολο των εκτάσεων
συμβατικών καλλιεργειών που υποκαθιστώνται από ενεργειακές καλλιέργειες,
για την πλήρη τροφοδοσία με πρώτη ύλη μίας «τυπικής» μονάδας
βιομετατροπής. Παρακάτω παρατίθενται οι υπολογισθείσες στρεμματικές
επιδοτήσεις (Εεν) που απαιτούνται για τις εξεταζόμενες ενεργειακές
καλλιέργειες για κάθε περίπτωση υποκατάστασης των προς αναδιάρθρωση έξη
(6) συμβατικών καλλιεργειών. Τονίζεται ότι οι επιδοτήσεις αυτές
καθιστούν τα επιχειρηματικά σχέδια που εξετάσθηκαν βιώσιμα (IRR=15%) και
διατηρούν χωρίς απώλειες το σημερινό εισόδημα του παραγωγού.
Αναλυτικότερα, για την υποκατάσταση του μαλακού σιταριού, σκληρού
σιταριού, καπνού, βαμβακιού, καλαμποκιού και τεύτλων, καταρχήν, με
κυτταρινούχο σόργο για Η/Π απαιτείται χορήγηση επιδότησης από 51 έως
80,15 Ευρώ ανά στρέμμα κατά περίπτωση. Επίσης, για την υποκατάσταση με
γλυκό σόργο απαιτείται επιδότηση από 20,47 έως 49,62 Ευρώ ανά στρέμμα
αντίστοιχα και κατά περίπτωση. Ομοίως, για την αντικατάσταση με ηλίανθο,
απαιτείται επιδότηση από 5,82 έως 34,87 Ευρώ ανά στρέμμα, ενώ για το
κυτταρινούχο σόργο για παραγωγή μορφοποιημένων καυσίμων, απαιτείται
επιδότηση από 29,54 έως 26,63 Ευρώ ανά στρέμμα και κατά περίπτωση πάντα.
Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι: • Σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις
(πλην της περίπτωσης υποκατάστασης του μαλακού σιταριού με κυτταρινούχο
σόργο για παραγωγή πελεττών) υποκατάστασης συμβατικών με ενεργειακές
καλλιέργειες απαιτείται σημαντική (στρεμματική) επιδότηση των
τελευταίων. Η επιδότηση αυτή είναι, στη συντριπτική πλειοψηφία των
περιπτώσεων, πολύ μεγαλύτερη από τη σημερινή επιδότηση των 4,50
€/στρέμμα που προβλέπεται για τις ενεργειακές καλλιέργειες, αλλά
σημαντικά μικρότερη από την υφιστάμενη επιδότηση (Εσυμ) των συμβατικών
καλλιεργειών. • Το κυτταρινούχο σόργο για ηλεκτροπαραγωγή είναι η πλέον
ασύμφορος (από πλευράς απαιτούμενης επιδότησης) από τις τέσσερις
ενεργειακές καλλιέργειες που εξετάσθηκαν αναλυτικά, γεγονός που
επιτείνει την ανάγκη ενίσχυσης της τιμής πώλησης της παραγόμενης από
(αγροτική και δασική) βιομάζα ηλεκτρικής ενέργειας. Αντίθετα, το
κυτταρινούχο σόργο για παραγωγή στερεών μορφοποιημένων καυσίμων
(πελεττών) είναι η πλέον συμφέρουσα από πλευράς επιδότησης από τις ως
άνω τέσσερις ενεργειακές καλλιέργειες. Ο ηλίανθος αποτελεί τη δεύτερη
πλέον συμφέρουσα από τις ως άνω καλλιέργειες με συγκρίσιμες του
κυτταρινούχου σόργου (για πελέττες) ενεργειακές επιδοτήσεις. • Το γλυκό
σόργο απαιτεί, στις περιπτώσεις υποκατάστασης καπνού, βαμβακιού και
καλαμποκιού, μικρότερη επιδότηση από τις συμβατικές καλλιέργειες χωρίς
μείωση του σημερινού εισοδήματος του παραγωγού, στην περίπτωση δε των
τεύτλων απαιτείται σχεδόν παρόμοια επιδότηση. • Ο ηλίανθος (με
αξιοποίησή του σε συζευγμένο σπορελαιουργείο με μονάδα παραγωγής
βιοντήζελ) απαιτεί σε κάθε περίπτωση μικρότερη επιδότηση από τις
συμβατικές καλλιέργειες χωρίς μείωση του σημερινού εισοδήματος του
παραγωγού. • Το κυτταρινούχο σόργο για παραγωγή στερεών βιοκαυσίμων
(πελέττες) δεν απαιτεί καθόλου επιδότηση κατά την υποκατάσταση μαλακού
σιταριού. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις υποκατάστασης συμβατικών
καλλιεργειών με κυτταρινούχο σόργο απαιτείται μικρότερη επιδότηση από
τις συμβατικές καλλιέργειες χωρίς μείωση του σημερινού εισοδήματος του
παραγωγού. Η ανάλυση ευαισθησίας για συγκεκριμένες κρίσιμες λειτουργικές
παραμέτρους κάθε επιχειρηματικού σχεδίου, κατέδειξε ότι υπάρχουν
επιπλέον σημαντικά περιθώρια βελτίωσής τους στο άμεσο μέλλον. Οι
κυριότεροι παράμετροι, στις οποίες πρέπει να αποδοθεί ιδιαίτερο
ενδιαφέρον και προσοχή είναι: • Από την πλευρά των αγροτών/παραγωγών, η
απόδοση της εφοδιαστικής αλυσίδας (δηλ. της παραγωγής, της
διακίνησης/μεταφοράς και της προεπεξεργασίας/θρυμματισμού των πρώτων
υλών). Τονίζεται ότι η σημασία της εφοδιαστικής αλυσίδας θα ήταν ακόμη
μεγαλύτερη εάν κυριαρχούσαν συνθήκες ελεύθερης αγοράς, όπου η επιδότηση
θα δινόταν σε €/τόνο αντί της σημερινής πρακτικής (€/στρέμμα). • Από την
πλευρά των επενδυτών/ιδιοκτητών των μονάδων ενεργειακής αξιοποίησης
βιομάζας, η βελτίωση της διεργασίας βιομετατροπής (δηλ. η αύξηση του
βαθμού απόδοσης). Η υϊοθέτηση αποδοτικότερων τεχνολογιών απαιτεί όμως
και βελτίωση της ζήτησης των τελικών ενεργειακών προϊόντων από την
πλευρά της Πολιτείας (βλ. παρακάτω). • Από την πλευρά της αγοράς
(εμμέσως, δηλ., της Πολιτείας), η βελτίωση των συνθηκών της αγοράς
βιοενέργειας (αύξηση της ζήτησης), και άρα της τιμής πώλησης των τελικών
ενεργειακών προϊόντων (π.χ. μέσω της σημαντικής αύξησης του ποσοστού
αποφορολογούμενων βιοκαυσίμων, της αύξησης της τιμής πώλησης της
ηλεκτρικής ενέργειας από βιομάζα στο Σύστημα, κλπ.). Η μελέτη εξέτασε
επίσης τα κύρια μέρη του Συμβολαίου Προμήθειας Πρώτων Υλών (ή
«Συμβολαίου Καυσίμου»), στη σύνταξη του οποίου πρέπει να δίδεται μεγάλη
σπουδαιότητα, καθώς αυτό θα αποτελεί το κύριο δεσμευτικό έγγραφο μεταξύ
των εμπλεκομένων (Πωλητών/Παραγωγών και Αγοραστών/Επενδυτών) σε
οποιαδήποτε επενδυτική εφαρμογή ενεργειακής αξιοποίησης της βιομάζας.
Όσον αφορά την ενεργοποίηση παραγωγών/αγροτών, για την
αποτελεσματικότερη προώθηση της βιοενέργειας στη χώρα μας, τονίζεται ότι
– παράλληλα με τις συνεχιζόμενες προσπάθειες για αποτροπή των
(επικείμενων) μεγάλων μειώσεων στις πληρωμές αγροτικών επιδοτήσεων –
πρέπει οι Αγροτικές Συνεταιριστικές Οργανώσεις (ΑΣΟ) να εξετάσουν
ενδελεχώς και τα νέα αναπτυξιακά ζητήματα που προκύπτουν (και τα οποία
συζητήθηκαν παραπάνω), σε σχέση με τη συμμετοχή τους στα υπό διαμόρφωση
επιχειρηματικά σχήματα υλοποίησης μονάδων βιομετατροπής, αλλά και στην
ανάπτυξη ολοκληρωμένων/καθετοποιημένων επιχειρήσεων διαχείρισης των
ενεργειακών Α’ υλών. Για τη βιωσιμότητα των ως άνω επιχειρηματικών
σχημάτων, απαιτείται (πάγια) κεφαλαιουχική επιδότηση των σχετικών
μονάδων βιομετατροπής της τάξης των ≈ 300 εκ € συνολικά, για την
ενίσχυση των μονάδων εκείνων που απαιτούνται για την εκπλήρωση των
στόχων της Ελλάδας για τη βιοενέργεια μέχρι το έτος 2010. Εκτιμήθηκε,
επίσης, ότι η αποφευγόμενη ετήσια ποσότητα εκπομπών CO2, αφ΄ενός από τη
χρήση εγχώρια παραγόμενων βιοκαυσίμων στις μεταφορές, αφ΄ετέρου εγχώριας
βιομάζας στην ηλεκτροπαραγωγή, αντιστοιχεί σε εξοικονόμηση εθνικών
πόρων ύψους περίπου 50 εκ. €/έτος. Η συνολικά απαιτούμενη ετήσια
επιδότηση των ενεργειακών καλλιεργειών, για να επιτευχθεί η εύλογη
απόδοση των επενδύσεων βιομετατροπής και να διασφαλισθούν τα σημερινά
έσοδα των αγροτών, ανέρχεται σε 197 εκ. €/έτος. Εάν από το ποσό αυτό
αφαιρεθεί: α) η επιδότηση που ήδη δίνεται για ενεργειακές καλλιέργειες,
δηλ. τα 4,5 €/στρέμμα ή συνολικά 17 εκ. €/έτος, και β) η ετήσια
εξοικονόμηση πόρων ( 50 εκ. €) από την αποτροπή εκπομπών CO2 με τη χρήση
εγχώρια παραγόμενων υγρών βιοκαυσίμων στις μεταφορές και βιομάζας στην
Η/Π, προκύπτει ότι η πρόσθετη ετήσια επιδότηση που απαιτείται για τη
συνολική βιωσιμότητα των ενεργειακών καλλιεργειών στη χώρα μας ανέρχεται
σε 130 εκ. €/έτος περίπου. Το συνολικό ποσό που πρέπει να διατεθεί στην
οκταετία 2007-2013 (Δ’ ΚΠΣ) ανέρχεται, συνεπώς, σε 960 εκ. € και
αντιστοιχεί μόνο στο 14,5% των αναμενόμενων Κοινοτικών επιδοτήσεων και
του αντίστοιχου εθνικού σκέλους για την ίδια χρονική περίοδο. 3. Βασικές
κατευθύνσεις ενός βραχυμεσοπρόθεσμου σχεδίου δράσης για την προώθηση
της ενεργειακής γεωργίας στην Ελλάδα Τα κύρια τεχνικοοικονομικά
συμπεράσματα της παρούσας μελέτης, όπως αυτά αναπτύχθηκαν παραπάνω,
διαμορφώνουν ευκρινώς ένα συγκροτημένο πλαίσιο στρατηγικών κατευθύνσεων
και αναγκαίων δράσεων πρώτης προτεραιότητας για την αποτελεσματική
ανάπτυξη της ενεργειακής γεωργίας στη χώρα μας. Το πλαίσιο αυτό
εδράζεται σε τρεις (3) βασικές κατευθύνσεις: • την παροχή ικανοποιητικών
οικονομικών κινήτρων για τη βιοενέργεια • τη συνεργιστική δράση των
εμπλεκόμενων φορέων (Πολιτείας-Αυτοδιοίκησης-αγροτών-συνεταιρισμών), για
τη βελτίωση των κρίσιμων τεχνικοοικονομικών παραμέτρων της εφοδιαστικής
και τεχνολογικής αλυσίδας της βιομετατροπής • το σχεδιασμό/υλοποίηση
ολοκληρωμένων προγραμμάτων ενημέρωσης, κατάρτισης και τεχνικής
υποστήριξης του αγροτικού κόσμου και των φορέων του στον τομέα των
ενεργειακών καλλιεργειών. Οι ως άνω κεντρικές κατευθύνσεις δράσης
αναλύονται διεξοδικότερα στη συνέχεια. Παροχή ικανοποιητικών οικονομικών
κινήτρων για τη βιοενέργεια Ο σχεδιασμός, θέσπιση και εφαρμογή ενός
ολοκληρωμένου πλέγματος οικονομικών κινήτρων για την προώθηση της
βιοενέργειας στην Ελλάδα πρέπει να στοχεύσει στην αποτελεσματική στήριξη
και των τριών (3) κύριων φάσεων/διαδικασιών βιομετατροπής, δηλ.: 1. την
παραγωγή της ενεργειακής Α’ ύλης (ενεργειακή καλλιέργεια) στον αγρό 2.
την κατεργασία της στη μονάδα βιομετατροπής (κεφαλαιουχική επένδυση),
και 3. την «τοποθέτηση» (διάθεση) του τελικού προϊόντος της
βιομετατροπής, π.χ. του βιοκαυσίμου ή της ηλεκτρικής/θερμικής ενέργειας ή
των πελεττών/μπρικεττών, στην υφιστάμενη ενεργειακή αγορά των
συμβατικών καυσίμων. Όσον αφορά την εγχώρια παραγωγή της ενεργειακής Α’
ύλης, το βασικό ποσοτικό συμπέρασμα που προέκυψε (βλ. προηγούμενη
ενότητα) είναι ότι απαιτείται μία πρόσθετη ετήσια επιδότηση των
ενεργειακών καλλιεργειών στη χώρα μας της τάξης των 180 εκ. €/έτος. Η
πρόσθετη αυτή επιδότηση, η πέραν δηλ. της ήδη υφιστάμενης «ενεργειακής»
επιδότησης των 4,5 €/στρέμμα, είναι αναγκαία για να διασφαλισθεί
συνολικά η βιωσιμότητα των εγχώριων ενεργειακών καλλιεργειών, για την
πλήρη κάλυψη των αναγκών τροφοδοσίας με Α’ ύλες εκείνων των μονάδων
βιομετατροπής, οι οποίες θα μπορέσουν να καλύψουν τους ενεργειακούς
στόχους της χώρας για το 2010, όσον αφορά τα βιοκαύσιμα και την
ηλεκτροπαραγωγή από βιομάζα. Ένα σημαντικό τμήμα της ως άνω απαιτούμενης
πρόσθετης επιδότησης, και συγκεκριμένα περίπου το 30% ή 50 εκατ.
€/έτος, μπορούν να προέλθουν από περιβαλλοντικά κονδύλια του Δ’ ΚΠΣ, με
αναγνώριση του γεγονότος ότι η εγχώρια παραγωγή των αναγκαίων – για τα
βιοκαύσιμα και την ηλεκτροπαραγωγή – ενεργειακών πρώτων υλών θα αποφέρει
στη χώρα μας εξοικονόμηση ισοδύναμων πόρων (δηλ. ≈ 50 εκ. €/έτος), από
τη συμβολή των ενεργειακών καλλιεργειών στην επίτευξη των εθνικών στόχων
που απορρέουν από το Πρωτόκολλο του Κυότο (μείωση εκπομπών CO2). Το
υπόλοιπο τμήμα της απαιτούμενης πρόσθετης επιδότησης, και συγκεκριμένα
το 70% ή περίπου 130 εκατ. €/έτος, θα ήταν δυνατόν να αντληθεί από
Ευρωπαϊκά ή εθνικά κονδύλια μετά από σχετικές πρωτοβουλίες της Πολιτείας
(π.χ. κονδύλια της Δ΄. Π.Π. για την αγροτική ανάπτυξη, εθνικό απόθεμα
της ενιαίας ενίσχυσης στα πλαίσια της νέας ΚΑΠ, ενδεχόμενη νέα πρόσθετη
επιχορήγηση των ενεργειακών καλλιεργειών από την Ε.Ε. κτλ.). Όσον αφορά
τις αναγκαίες επενδύσεις σε μονάδες βιομετατροπής, συνολικού ύψους
περίπου 720 εκατ. € την 4ετία 2007-2010, είναι φανερό ότι η οικονομική
τους στήριξη θα προέλθει, υπό τη μορφή επιδοτήσεων κεφαλαιουχικού
κόστους, από σχετικά κονδύλια για επενδύσεις ΑΠΕ, τόσο στο νέο
Αναπτυξιακό Νόμο, όσο και στο Δ’ ΚΠΣ (κατ’ αναλογία με τα Μέτρα 2.1.3
και 6.5 του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ανταγωνιστικότητα»/ΕΠΑΝ του Γ’
ΚΠΣ, τα οποία ήταν ειδικά στοχευμένα για επενδύσεις ΑΠΕ). Θεωρείται ότι,
με το διαμορφωμένο σήμερα και το προβλεπόμενο για τα αμέσως επόμενα
χρόνια επίπεδο τεχνολογικής ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας των
τεχνολογιών βιομετατροπής, ένα εύλογο (μέσο) ποσοστό δημόσιας
επιχορήγησης για επενδύσεις σε μονάδες βιομετατροπής είναι το 40%.
Τέλος, όσον αφορά την «τοποθέτηση» (διάθεση) του τελικού προϊόντος της
βιομετατροπής , π.χ. του βιοκαυσίμου ή της ηλεκτρικής/θερμικής
ενέργειας, στην υφιστάμενη αγορά των συμβατικών καυσίμων, η υποστήριξη
της Πολιτείας μπορεί να κινηθεί προς δύο κύριες κατευθύνσεις: 1. Αύξηση
του ποσοστού (ετήσιων ποσοτήτων) των αποφορολογούμενων βιοκαυσίμων που
παράγονται από εγχώριες πρώτες ύλες, έτσι ώστε να τονωθεί η ζήτησή τους
και να στηριχθεί η τιμή τους στην εγχώρια αγορά καυσίμων, και 2.
Σημαντική αύξηση της τιμής της kWhe που καταβάλλεται από το Διαχειριστή
του Συστήματος ή του Δικτύου, για την αγορά της ηλεκτρικής ενέργειας από
στερεά βιομάζα. Είναι πραγματικά απαράδεκτο η τιμή αυτή, η οποία
καθορίζεται δια νόμου (Ν. 3468/06), και η οποία θα μπορούσε να στηρίξει
ουσιαστικά τις επενδύσεις ηλεκτροπαραγωγής από βιομάζα και, συνεπώς, και
τις αναγκαίες για τις επενδύσεις αυτές εγχώριες ενεργειακές
καλλιέργειες, να βρίσκεται σήμερα στο επίπεδο των 73 €/MWhe (στο
διασυνδεδεμένο σύστημα), όταν για τα –πλήρως εισαγόμενα- φωτοβολταϊκά
συστήματα η τιμή αυτή έχει καθοριστεί στα 450 €/MWhe(!). Η τιμή αγοράς
της ηλεκτρικής ενέργειας από βιομάζα θα πρέπει, συνεπώς, να αυξηθεί
σημαντικά και να καθοριστεί στα επίπεδα των 150 €/MWhe, κατ’ ελάχιστον.
Βελτίωση της εφοδιαστικής αλυσίδας και της απόδοσης της διεργασίας
βιομετατροπής Η ανάλυση ευαισθησίας των κρίσιμων λειτουργικών παραμέτρων
των διαφόρων επιχειρηματικών σχεδίων βιομετατροπής (παραγωγής
βιοκαυσίμων, ηλεκτρικής και θερμικής ενέργειας, πελεττών, κ.α.),
κατέδειξε ότι υπάρχουν σημαντικά περιθώρια βελτίωσής τους στο άμεσο
μέλλον, περιθώρια τα οποία θα βελτιώσουν αντίστοιχα και τη
βιωσιμότητα/ανταγωνιστικότητα του όλου εγχειρήματος της ενεργειακής
γεωργίας στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα του σχετικού κεφαλαίου
της μελέτης, οι κυριότερες παράμετροι στις οποίες πρέπει να αποδοθεί
ιδιαίτερο ενδιαφέρον και προσοχή είναι: 1. Από την πλευρά των
αγροτών/παραγωγών, η βελτιστοποίηση του κυκλώματος
παραγωγή-διακίνησης/μεταφοράς-προεπεξεργασίας/θρυμματισμού των
ενεργειακών Α’ υλών, δηλ. του συνόλου της εφοδιαστικής αλυσίδας. 2. Από
την πλευρά των επενδυτών/ιδιοκτητών των μονάδων βιομετατροπής, η
βελτίωση της τεχνολογικής διεργασίας της βιομετατροπής, δηλ. η αύξηση
του σχετικού βαθμού απόδοσης. Αναφορικά με την πρώτη παράμετρο, δηλ. τη
βελτίωση της εφοδιαστικής αλυσίδας, θα πρέπει κατ’ αρχήν να
υπογραμμιστεί ότι υπάρχουν μεγάλα περιθώρια μείωσης του κόστους
παραγωγής ενεργειακών φυτών στη χώρα μας (γλυκού και κυτταρινούχου
σόργου, ηλίανθου, ελαιοκράμβης, κ.α.). Η αυξανόμενη διείσδυση των
ενεργειακών καλλιεργειών, στις αγροτικές δραστηριότητες, η σταδιακά
αποκτώμενη καλλιεργητική εμπειρία και η επιλογή των πλέον κατάλληλων
τύπων καλλιεργειών και πρακτικών για τις συγκεκριμένες τοπικές συνθήκες
(εδάφη, αρδεύσεις, κλπ.) αναμένεται να μειώσουν σημαντικότατα τα κόστη
παραγωγής ενεργειακών πρώτων υλών, καθώς οι καλλιεργητικές αποδόσεις των
ενεργειακών φυτών θα αυξηθούν θεαματικά. Ως παράδειγμα, αναφέρεται ότι
οι αποδόσεις καλαμποκιού στις ΗΠΑ αυξήθηκαν κατά 300% μέσα σε διάστημα
40 ετών. Προς την κατεύθυνση βελτίωσης των ενεργειακών καλλιεργητικών
πρακτικών και αποδόσεων, ουσιαστική πρέπει να είναι η συμβολή της
Πολιτείας με τη χρηματοδότηση σχετικών ερευνητικών και επιδεικτικών
προγραμμάτων (ΚΑΠΕ, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο, ΕΜΠ, κ.α.), την υλοποίηση
ολοκληρωμένων δράσεων ενημέρωσης/κατάρτισης/συμβουλευτικής υποστήριξης
του αγροτικού κόσμου και των φορέων του, την ίδρυση και λειτουργία
δημόσιου Παρατηρητηρίου Ενεργειακής Γεωργίας (τιμές, τεχνολογίες,
πρακτικές), υπό την εποπτεία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και
Τροφίμων και υπό τη διαχείριση της ΠΑΣΕΓΕΣ, κλπ. Αναφορικά με τη
λειτουργία της καθ’ αυτό εφοδιαστικής αλυσίδας, δηλ. τη σύζευξη της
παραγωγής βιομάζας με τις μονάδες βιομετατροπής , σημειώνεται ότι , εάν
υλοποιηθούν τα εκτεθέντα επενδυτικά σχέδια ενεργειακής αξιοποίησης της
βιομάζας (με Α’ ύλες ενεργειακές καλλιέργειες ή/και υπολείμματα), πολύ
μεγάλες ποσότητες βιομάζας θα διακινούνται από τα σημεία παραγωγής προς
τις μονάδες μετατροπής τους σε τελικά ενεργειακά προϊόντα. Επομένως,
απαιτείται η συστηματική οργάνωση της διαχείρισης των Α’ υλών, με σκοπό
τη μείωση του κόστους προεπεξεργασίας και μεταφοράς τους στις μονάδες
αυτές. Είναι δυνατόν, οι Α’ ύλες να παραδίδονται απευθείας στις μονάδες
βιομετατροπής, συλλεγόμενες από εκείνους τους παραγωγούς που βρίσκονται
κοντά (<10 km) στις μονάδες αυτές. Στις περιπτώσεις, όμως, που
απαιτείται η διαχείριση τεράστιων ποσοτήτων καυσίμου είναι αναγκαία,
ακόμα και για ενεργειακές καλλιέργειες κοντά στη μονάδα βιομετατροπής, η
– κατά το δυνατόν – πιο ολοκληρωμένη οργάνωση της διαχείρισης των Α’
υλών, με σκοπό τη μείωση του συνολικού κόστους προεπεξεργασίας
(θρυμματισμού) και μεταφοράς τους στις μονάδες μετατροπής. Κατά καιρούς
έχουν προταθεί διάφορα οργανωτικά σχήματα διαχείρισης βιομάζας.
Θεωρείται ότι οι παραγωγοί βιομάζας από ενεργειακές καλλιέργειες θα
οργανωθούν έτσι ώστε να αναλάβουν και τη μεταφορά των Α’ υλών στη μονάδα
βιομετατροπής, με την ίδρυση και λειτουργία Εταιρειών Διαχείρισης και
Προμήθειας Καυσίμου (ΕΔΠΚ). Με βάση τα δεδομένα αυτά, ο εξοπλισμός
διαχείρισης/προεπεξεργασίας της πρωτογενούς βιομάζας είναι δυνατόν να
ανήκει στις ΕΔΠΚ, τις οποίες αναμένεται να συστήσουν οι ίδιοι οι
παραγωγοί, με σκοπό την ανάληψη της συνολικής διαχείρισης του καυσίμου,
από τη στιγμή της παραγωγής του μέχρι την παράδοσή του στην είσοδο/πύλη
της μονάδας μετατροπής. Οι ΕΔΠΚ είναι δυνατόν να αποτελούν κάποια μορφή
συνεταιρισμού μεμονωμένων αγροτών ή μία εντελώς ανεξάρτητη εταιρεία, ή,
ακόμα, μία μεικτή εταιρεία των αγροτών και των επενδυτών, των ιδιοκτητών
δηλ. των μονάδων ενεργειακής αξιοποίησης της βιομάζας. Τέλος, όσον
αφορά τη δεύτερη κρίσιμη παράμετρο των επιχειρηματικών σχεδίων
βιομετατροπής, δηλ. τη βελτίωση της τεχνολογικής διαδικασίας (βαθμού
απόδοσης), σημειώνεται ότι η υϊοθέτηση αποδοτικότερων τεχνολογιών
βιομετατροπής, όπως π.χ. νέων και βελτιωμένων τεχνολογιών καύσης και
αεριοποίησης βιομάζας, παραγωγής βιοκαυσίμων 2ης γενιάς, κ.α. απαιτεί τη
θέσπιση ισχυρών πρόσθετων κινήτρων από την πλευρά της Πολιτείας. Τέτοια
κίνητρα μπορεί να είναι: α) η αύξηση του ποσοστού δημόσιας επιχορήγησης
επί του κεφαλαιουχικού κόστους επενδύσεων ειδικά σε νέες και
βελτιωμένες τεχνολογίες βιομετατροπής (π.χ. από 40% σε 50-60%, στα
πρότυπα του αυξημένου ποσοστού επιχορήγησης που θέσπισαν τα Μέτρα 2.1.3
και 6.5 του ΕΠΑΝ/Γ’ ΚΠΣ για φωτοβολταϊκές και μη-συμβατικές ηλιοθερμικές
τεχνολογίες /εφαρμογές) β) το αυξημένο ποσοστό χρηματοδότησης
προγραμμάτων έρευνας, επίδειξης και ανάπτυξης νέων τεχνολογιών
βιομετατροπής (στα πρότυπα του ΠΑΒΕ/Γ’ ΚΠΣ), ειδικότερα δε τεχνολογιών
που προσιδιάζουν σε εγχώριους τύπους βιομάζας με αυξημένο ενδιαφέρον ως
ενεργειακές πρώτες ύλες (σόργο, ηλίανθος, κλπ), και γ) η θέσπιση
προτύπων, προδιαγραφών και κινήτρων (όπως η αποφορολόγηση) που θα
ευνοούν την παραγωγή και διάθεση στην αγορά προϊόντων βιομετατροπής
αναβαθμισμένης ποιότητας και απόδοσης (π.χ. βιοκαυσίμων 2ης γενιάς,
κ.α.). Υλοποίηση προγραμμάτων ενημέρωσης/κατάρτισης/τεχνικής υποστήριξης
του αγροτικού κόσμου Πέραν των τεχνολογικών μέτρων και των οικονομικών
κινήτρων, απαιτείται ένα μεγάλο φάσμα δράσεων για την ενημέρωση του
αγροτικού κόσμου για τις επερχόμενες αλλαγές. Προς τούτο, οι Αγροτικές
Συνεταιριστικές Οργανώσεις (ΑΣΟ) πρέπει να δραστηριοποιηθούν σε
προγράμματα κατάρτισης, ενημέρωσης και τεχνικής υποστήριξης του
αγροτικού κόσμου, ο οποίος θα κληθεί να στηρίξει τη σημαντική ανάπτυξη
της ενεργειακής γεωργίας μεσοπρόθεσμα (δηλ. στο χρονικό ορίζοντα μέχρι
το 2013). Ενδεικτικά προτεινόμενα μέτρα είναι: • η αναγνώριση και
αποδελτίωση (υπό τη μορφή συγκεκριμένων δράσεων και μέτρων) στα, υπό
κατάρτιση, Προγράμματα Ανάπτυξης του Δ’ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης
(2007-2013) για την Ελλάδα, των κατάλληλων χρηματοδοτικών δυνατοτήτων
για την ενίσχυση τόσο των ενεργειακών καλλιεργειών, όσο και των μονάδων
βιομετατροπής, αλλά και των δράσεων διαχείρισης (εφοδιαστική αλυσίδα)
της βιομάζας. • η δημιουργία μόνιμης διεύθυνσης στο Υπουργείο Αγροτικής
Ανάπτυξης και Τροφίμων (ΥΑΑΤ) και στην ΠΑΣΕΓΕΣ για την παρακολούθηση των
σχετικών εξελίξεων στον τομέα της βιοενέργειας στην Ελλάδα, με την
ετήσια έκδοση Δελτίου Παρακολούθησης, το οποίο θα αποτελεί προσάρτημα
στις ετήσιες εκθέσεις που ετοιμάζει το Υπουργείο Ανάπτυξης στα πλαίσια
των Οδηγιών 2001/77/ΕΚ και 2003/30/ΕΚ για την ηλεκτροπαραγωγή από ΑΠΕ
και για τα βιοκαύσιμα αντίστοιχα. Η έκδοση αυτή θα παρουσιάζει τις
εξελίξεις στον τομέα της βιοενέργειας στην Ελλάδα υπό μορφή δεικτών.
Ενδεικτικά αναφέρονται στη συνέχεια συγκεκριμένοι δείκτες ενδιαφέροντος: εκτίμηση του βαθμού υποκατάστασης των συμβατικών καλλιεργειών με τις
αντίστοιχες ενεργειακές καλλιέργειες εκτίμηση της εγκατεστημένης
ισχύος και της ετήσια παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας από στερεά
βιομάζα (αγροτικά υπολείμματα και ενεργειακές καλλιέργειες) : α) σε
μονάδες καύσης και β) σε Κεντρικές Μονάδες Αναερόβιας Χώνευσης (ΚΜΑΧ)
γεωργοκτηνοτροφικών αποβλήτων εκτίμηση του ύψους των σχετικών
ιδιωτικών επενδύσεων, των δεσμευθέντων (από το Δ’ ΚΠΣ) κονδυλίων από το
ΥΑΑΤ (και το ΥΠΑΝ), κ.α. Ο ρόλος του κεντρικού φορέα παρακολούθησης και
του διασυνδετικού κρίκου μεταξύ του ΥΑΑΤ και του ΥΠΑΝ είναι δυνατόν να
ανατεθεί στο ΙΝΑΣΟ, το οποίο θα συνεργάζεται τόσο με την ΠΑΣΕΓΕΣ αλλά
και (μέσω του ΚΑΠΕ, βλ. αμέσως παρακάτω) με τα Υπουργεία Ανάπτυξης
(τεχνολογίες, βιομηχανία) και Εθνικής Οικονομίας (επιδοτήσεις,
αποφορολόγηση). • Ο σχεδιασμός συγκεκριμένων δράσεων κατάρτισης
(επιμόρφωση, πρακτική άσκηση, κατάρτιση ανθρώπινου δυναμικού, διαρκής
εκπαίδευση, κλπ.), μέσω του συντονισμού των πλέον κατάλληλων,
θεσμοθετημένων φορέων πανελλαδικής εμβέλειας, και συγκεκριμένα: του
Γεωπονικού Πανεπιστήμιου Αθηνών (σε συνδυασμό με το Εθνικό Ίδρυμα
Αγροτικής Έρευνας – ΕΘΙΑΓΕ), με τη δημιουργία και την επιστημονική
επάνδρωση του κατάλληλου τμήματος με γνωστικό αντικείμενο τις
ενεργειακές καλλιέργειες, το οποίο θα είναι και ο κύριος φορέας
εστιασμένης έρευνας για την επιλογή και προσαρμογή των πλέον κατάλληλων
τύπων ενεργειακών φυτών για την Ελλάδα (π.χ. ανάπτυξη νέων υβριδίων
ενεργειακών καλλιεργειών, καταπολέμηση ασθενειών των ενεργειακών φυτών,
κ.α.). του Κέντρου Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΚΑΠΕ), για την
ορθολογική ανάπτυξη ολοκληρωμένων σχεδίων ενεργειακής αξιοποίησης τόσο
της νέας βιομάζας όσο και των, ήδη διαθέσιμων, γεωργικών υπολειμμάτων
και γεωργοκτηνοτροφικών αποβλήτων (οργάνωση και διαχείριση της
εφοδιαστικής αλυσίδας και σύζευξής της με τις αντίστοιχες μονάδες
βιομετατροπής). Οι δύο παραπάνω θα αποτελέσουν τους κύριους φορείς
κατάρτισης/εκπαίδευσης, έρευνας και τεχνικής υποστήριξης στον τομέα των
ενεργειακών καλλιεργειών ενώ, κατά περίπτωση, η κατάρτιση αυτή μπορεί να
εξειδικεύεται και με άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα (π.χ. ΕΜΠ, ΑΠΘ, κλπ.),
τεχνολογικούς φορείς (π.χ. ΕΙΤΧΗΔ, ΕΧΕΜΥΘ, κλπ.) αλλά και Οργανισμούς
Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ ή τις Αναπτυξιακές τους εταιρείες) ή, ακόμα,
και με μεμονωμένες Αγροτικές Συνεταιριστικές Οργανώσεις (ΑΣΟ). Ο ρόλος
του κεντρικού φορέα συντονισμού των ανωτέρω (αλλά και άλλων) φορέων και
της διασύνδεσης των προγραμμάτων τους με τις σχετικές δράσεις του Δ’ ΚΠΣ
(ΥΑΑΤ και ΥΠΑΝ) είναι δυνατόν να ανατεθεί στο ΙΝΑΣΟ, ή σε κοινοπρακτικό
σχήμα του ΚΑΠΕ με το ΙΝΑΣΟ (μέσω ειδικού Μέτρου στα Επιχειρησιακά
Προγράμματα των δύο αυτών Υπουργείων)

πηγή paseges.gr